- καρπούμενος
- καρπέωpres part mp masc nom sg (attic epic doric)καρπόωbear fruitpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARMA — I. ARMA Arma, clamor militaris concitantis se aliosque ad arma apud Stat. Theb. l. 7. v. 135. Arma, arma insani, sua quisque, ignotaque nullo More rapit. Et l. 11. v. 305. Arma, Arma prius famuli etc. Sic Virg. Aen. l. 2. v. 668. Arma viri, ferte … Hofmann J. Lexicon universale
JUSTUS — I. JUSTUS Cos. cum Ianuario. A. U. C. 1080. II. JUSTUS Ep. Uratislavensis, in Bohemos fideles saevus A. C. 1418. Laetus Comp. Hist. Univ. III. JUSTUS Ep. Urgellensis, in Catalaunia, frater Iustiniani, Ep. Valent. magni suo rempore nominis, et… … Hofmann J. Lexicon universale
προσπελάτης — ὁ, Α [πελάτης] εργάτης ή δουλοπάροικος, σε αντιδιαστολή προς τον δούλο, που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του καρπούμενος ένα μέρος τής σοδειάς … Dictionary of Greek
τιμάριο — το / τιμάριον, ΝΜ (στη Δύση) φέουδο νεοελλ. 1. (στην Ανατολή και ειδικότερα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) εκτεταμένη αγροτική περιοχή που παραχωρούσε ο ηγεμόνας σε στρατιωτικό αξιωματούχο, ο οποίος, καρπούμενος τα έσοδα, αναλάμβανε την υποχρέωση… … Dictionary of Greek